- ἥγημα
- ἥγ-ημα, ατος, τό,A that which guides, Inscr.Perg.246.27.II (
ἡγέομαι 111
) thought, purpose, LXXEz.17.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἡγέομαι 111
) thought, purpose, LXXEz.17.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ήγημα — ἥγημα, τὸ (Α) [ηγούμαι] 1. καθετί που οδηγεί, οδηγία 2. σκέψη, σκοπός («ἔχει τὸ ἥγημα εἰσελθεῑν εἰς τὸν Λίβανον», ΠΔ) … Dictionary of Greek
ἥγημα — that which guides neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγήματι — ἥγημα that which guides neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ … Dictionary of Greek